Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την εγκληματικότητα, την αυτοδικία και την αυτοάμυνα, και όπως συνήθως γίνεται στη χώρα μας, ακούγονται πολλές υπερβολές, καθώς και όλων των ειδών οι γνώμες από ανθρώπους που συνήθως έχουν ελάχιστη ή καμία σχέση με το αντικείμενο.

Κατ’ αρχάς, κάτι πολύ σημαντικό: Ό,τι κι αν λένε οι ειδήσεις ή τα social media, η Ελλάδα είναι μία χώρα με σχετικά χαμηλή εγκληματικότητα και, κυρίως, πολύ χαμηλή «βαριά» εγκληματικότητα. Το homicide rate (δείκτης ανθρωποκτονιών ανά 100.000 κατοίκους) το 2016 ήταν στο 0.75, τουτέστιν πιο κάτω από τη Γερμανία, το Λιχτενστάιν, το Βέλγιο, τη Σουηδία, τη Φινλανδία, τη Μάλτα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που γενικά θεωρούμε αρκετά έως πολύ ασφαλείς.

Μπορεί να ειπωθεί, λοιπόν, πως εκ πρώτης όψεως η Ελλάδα είναι μία από τις πιο ασφαλείς χώρες του κόσμου, και τα νούμερα το υποστηρίζουν. Ωστόσο, το πρόβλημα ασφάλειας της χώρας, και κυρίως της Αθήνας, είναι όπως γνωρίζουμε άλλου τύπου: υπάρχει εκτεταμένη παραβατικότητα και ανομία, συχνή περιφρόνηση των κοινωνικών κανόνων, περιοχές με δικό τους «μπαϊράκι», μπόλικη αυθαιρεσία και αυτοδικία, ένας ναρκισσιστικός και ευερέθιστος συλλογικός χαρακτήρας, κι όλα αυτά σε συνδυασμό με ελλιπή αστυνόμευση και χαλαρή έως ανύπαρκτη επιβολή του νόμου στην καθημερινότητα.

Ως αποτέλεσμα, σε ένα σημαντικό μέρος της πόλης σημειώνονται συχνά περιστατικά μικρομεσαίας βίας, που σπάνια μεν φτάνουν στην ανθρωποκτονία αλλά καλύπτουν μία ευρεία γκάμα απειλών για τον πολίτη, από τη σωματική επίθεση εναντίον του από μονίμως νευρικούς οδηγούς ή μεθυσμένους και τις ληστείες από τοξικομανείς και περιθωριακούς, μέχρι το bullying διάφορων «τσαμπουκάδων» γειτόνων που επιβάλλουν τα γούστα τους στους υπόλοιπους υπό τον φόβο του ξύλου, τις μικρο συμμορίες των ανηλίκων, τους διάφορους που παρεξηγιούνται αμέσως για το ποδόσφαιρο, την πολιτική ή επειδή νομίζουν ότι κοιτάξατε την κοπέλα τους, και τις ομάδες παραβατικών με τοπικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούν τη βία για να περάσουν κάποιου είδους «μήνυμα», αλλά ακόμα και για πλάκα.

Η αυτοάμυνα (self defense) και η αυτοπροστασία (self protection) συνθέτουν ένα τεράστιο πεδίο γνώσης και έρευνας, που αφ’ ενός είναι πάντα «τρέχον» (οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα συνεχώς εμπλουτίζονται και αναπροσαρμόζονται), αφ’ ετέρου προϋποθέτει εκτός από τη θεωρητική κατάρτιση και πρακτική εκπαίδευση, ώστε να μπορεί κανείς να δουλέψει και να αυτοματοποιήσει τις αντιδράσεις του σε συνθήκες εικονικής απειλής/ μάχης. Ως προς την πρακτική εκπαίδευση μπορείτε, εφ’ όσον σας ενδιαφέρει το θέμα, να γραφτείτε σε κάποια από τις αρκετές σχολές αυτοάμυνας που υπάρχουν πλέον στη χώρα μας.

Για μία πρώτη γνωριμία, όμως, με τη θεωρία της αυτοάμυνας και τις βασικές αρχές της, το άρθρο που ακολουθεί συγκεντρώνει μερικά πολύ βασικά points, έτσι όπως γίνονται σήμερα γενικά αποδεκτά και διδάσκονται στις σχετικές με το αντικείμενο σχολές και στην εκτεταμένη σχετική διεθνή βιβλιογραφία.

H πρώτη αρχή της αυτοάμυνας

Η πρώτη αρχή της αυτοάμυνας είναι το να κάνεις τα πάντα για να μη βρεθείς στην κατάσταση να πρέπει να προστατεύσεις τον εαυτό σου από μία απειλή. Κοινώς, η πρόληψη, η εγρήγορση και η αποφυγή, ακόμα και με τη φυγή, εφ’ όσον υπάρχει η δυνατότητα. Η μάχη, που είναι η τελευταία και χειρότερη επιλογή, προκύπτει όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα φυγής ή κρίνεται πως είναι αναγκαίο να προστατευθεί ένα αγαπημένο πρόσωπο, το σπίτι μας και η οικογένειά μας. Συχνά όμως στο υποψήφιο θύμα δεν δίνεται η δυνατότητα ή ο χρόνος να κάνει επιλογή.

Το πού, πότε και πώς θα προκύψει η ανάγκη αυτοάμυνας σχεδόν πάντα το αποφασίζει ο έχων την πρωτοβουλία, δηλαδή αυτός που απειλεί/επιτίθεται. Κατά πάσα βεβαιότητα, θα δράσει όταν πιστεύει ότι οι συνθήκες και το ισοζύγιο δύναμης είναι με το μέρος του. Η σύγκρουση είναι εξ αρχής σχεδιασμένη για να μην είναι δίκαιη.

Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες βίας: η κοινωνική (social violence) και η εγκληματική (asocial violence), που η κάθε μία έχει διαφορετικούς κανόνες και σκοπούς. Η κοινωνική βία συμβαίνει συνήθως με κίνητρο την ιεραρχία μεταξύ των νεαρών αρσενικών (από καβγάδες στα φανάρια μέχρι συμπλοκές οπαδών ομάδων) και συχνά λειτουργεί με όρους υπεράσπισης ενός θηλυκού, μιας περιοχής ή της «ομάδας-αγέλης», ενώ η εγκληματική έχει κίνητρο είτε το κέρδος είτε την ικανοποίηση μίας ανεξέλεγκτης επιθυμίας (βιασμός, serial killing κ.λπ.).

Ξεχωριστή κατηγορία είναι τα ιδεολογικά εγκλήματα (τρομοκρατία, ρατσιστικά εγκλήματα κ.λπ.). Τόσο η κοινωνική βία όσο και η εγκληματική μπορούν, σε ένα λογικό βαθμό, να αποφευχθούν αν η πρόληψη, η εγρήγορση και η αποφυγή λειτουργούν σωστά. Η ιδεολογική βία είναι σχεδόν αδύνατο να προβλεφθεί και να αποφευχθεί γιατί λειτουργεί με σχετικά «παράλογους» όρους, όμως είναι και εξαιρετικά σπάνια.

Η κοινωνική και η εγκληματική βία, εφ’ όσον γίνουν αντιληπτές ως απειλή, πρέπει να αντιμετωπίζονται με τους ακριβώς αντίθετους τρόπους: η κοινωνική με το χαμηλό προφίλ, τον κατευνασμό και την υποχώρηση (δήλωση υποταγής), η εγκληματική με την επίδειξη ετοιμότητας και προβολής της εντύπωσης ότι θα είμαστε «δύσκολοι αντίπαλοι», που θα δώσει στους εγκληματίες (οι οποίοι κινούνται με βάση τον οπορτουνισμό και τον ωφελιμισμό, και όχι το συναίσθημα) να καταλάβουν ότι θα πρέπει να δώσουν μάχη και ως εκ τούτου να αναζητήσουν πιο εύκολο στόχο.

H πρόληψη ξεκινά από την αποφυγή τοποθεσιών (και την εγρήγορση εντός αυτών) όπου η απειλή βίας μπορεί να εκδηλωθεί. Και εδώ, η κοινωνική και η εγκληματική βία κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις: για την αποφυγή της κοινωνικής βίας πρέπει να υπάρχει εγρήγορση στα πολυσύχναστα μέρη (κέντρο της πόλης, μπαρ και κλαμπ, πλατείες ή σημεία που συχνάζουν ομάδες νέων ανδρών, γήπεδα κ.λπ.), ενώ για την αποφυγή της εγκληματικής βίας η πρόληψη και η εγρήγορση αφορούν τους απομονωμένους χώρους, τους έρημους δρόμους και τα σκοτεινά σημεία, εκεί δηλαδή που μπορεί να βρεθούμε μόνοι μας και μακριά από κόσμο.

Η λεκτική αποκλιμάκωση (verbal de-escalation) είναι μία ακόμα από τις αρχές (και δεξιότητες) που διδάσκονται στη σύγχρονη αυτοάμυνα και μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο σε ορισμένες καταστάσεις κοινωνικής βίας. Δυστυχώς, δεν έχει εφαρμογή στην εγκληματική βία.

Η νομική άποψη

H αυτοάμυνα προϋποθέτει αμοιβαιότητα και ισορροπία ανάμεσα στην απειλή και στην απάντηση, από νομική άποψη. Αν κάποιος μας πει «μαλάκα» δεν δικαιούμαστε να τον χτυπήσουμε (και πολύ σωστά). Αν μας δώσει ένα χαστούκι δεν δικαιούμαστε να τον πυροβολήσουμε.

Αν πειράξει την κοπέλα μας και τον στείλουμε στο νοσοκομείο, το δικαστήριο θα στείλει εμάς στη φυλακή. Το «κλειδί» όμως στις περισσότερες περιπτώσεις συμπλοκής δεν είναι τόσο στο είδος της απάντησης που θα δώσουμε στην απειλή (αυτό το δικαστήριο μπορεί να το ερμηνεύσει σε συνάρτηση με ψυχολογικούς παράγοντες κ.λπ.) αλλά στο να αποδείξουμε πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς και, κυρίως, δεν μπορούσαμε να ΦΥΓΟΥΜΕ από το σημείο.

Εκεί στέκονται όλα τα δικαστήρια και με το δίκιο τους, γιατί ένας από τους θεμέλιους λίθους της αυτοάμυνας είναι η επιλογή της αποχώρησης, που πρέπει πάντα να αποτελεί την ΠΡΩΤΗ μας επιλογή. Δυστυχώς πολλοί άνθρωποι μένουν στο σημείο της απειλής και επιλέγουν τη σύγκρουση για λόγους γοήτρου, κάτι που αποτελεί τη χειρότερη δυνατή (και πιο ανόητη) επιλογή.

Αν κάποιος σας προκαλέσει για να «παίξετε ξύλο» και εσείς δεχτείτε, τότε δεν πρόκειται για αυτοάμυνα αλλά για συναινετική συμπλοκή. Νομικά είστε εντελώς ακάλυπτοι απέναντι σε οτιδήποτε συμβεί. Η συναινετική συμπλοκή είναι κάτι που όλοι οι εχέφρονες ενήλικοι πρέπει ανεξαιρέτως να αποφεύγουν.

Περίμετροι ασφαλείας

Η πρακτική εφαρμογή της εγρήγορσης σε ένα δυνητικά μη ασφαλές περιβάλλον αφορά τη διασφάλιση δύο νοητών περιμέτρων, η παραβίαση των οποίων πρέπει να μας θέσει σε συναγερμό και να μας οδηγήσει σε κάποιου είδους αντίδραση.

Σε σκοτεινούς ή απομονωμένους χώρους η εξωτερική περίμετρος είναι περίπου πέντε μέτρα γύρω μας – αν κάποιος άνθρωπος μπει μέσα σε αυτή την περίμετρο χωρίς φανερό λόγο (δεν είναι π.χ. περαστικός που βγάζει βόλτα τον σκύλο του), παρ’ ότι υπάρχει άπλετος άδειος χώρος γύρω του, θα πρέπει απαραιτήτως να κινηθούμε για να ανοίξουμε πάλι και να διατηρήσουμε την απόσταση.

Αν ο άγνωστος προσπαθήσει να ξαναμπεί στην περίμετρο περπατώντας πιο γρήγορα, σχεδόν σίγουρα έχει κάτι στο νου του που μας αφορά. Οι γυναίκες σε αυτό το σημείο καλό είναι να αρχίσουν να τρέχουν.

Η μικρή περίμετρος, που έχει εφαρμογή σε πιο πολυσύχναστους χώρους (αλλά και σε απομονωμένους χώρους όπου ως ένα σημείο δικαιολογείται η σχετική εγγύτητα ενός άλλου ατόμου, π.χ. στάση λεωφορείου τη νύχτα) είναι περίπου ένα μέτρο γύρω μας, και πρέπει να διαφυλαχθεί πάση θυσία, αν βρισκόμαστε σε μη ασφαλές περιβάλλον.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των περιστατικών βίας (κοινωνικής ή εγκληματικής) εκδηλώνεται μέσα στη «μικρή περίμετρο» και τις περισσότερες φορές, ξαφνικά και απροειδοποίητα. Αν δεν μπορούμε να φύγουμε αμέσως από το σημείο (τρέχοντας!), απλώνουμε τα χέρια μπροστά με τις παλάμες προς τα έξω σαν ένα είδος «φράχτη» ανάμεσα σε εμάς και το δυνητικά επικίνδυνο άτομο, λέγοντας «ήρεμα, δεν θέλω να τσακωθώ, όλα εντάξει» ή κάτι αντίστοιχα κατευναστικό, ελέγχοντας όμως παράλληλα τον χώρο με τα χέρια έτοιμα να μπλοκάρουν ένα ξαφνικό κτύπημα.

Αν επιχειρήσει να κατεβάσει τα χέρια μας ή να τα σπρώξει στο πλάι, τον σπρώχνουμε πίσω (προειδοποίηση) φωνάζοντας πλέον «μείνε εκεί, στάσου πίσω, μην έρθεις πιο κοντά» ή κάτι αντίστοιχο σε ύφος εντολής (και για να ακούσουν και οι γύρω ότι δεν είμαστε εμείς που επιδιώκουμε τη σύγκρουση), αν όμως ξαναεπιχειρήσει να κατεβάσει τον «φράχτη» μας τότε η διαδικασία της επίθεσής του έχει αρχίσει και δικαιολογούμαστε να χρησιμοποιήσουμε προληπτική βία.

Πότε ένα άτομο ετοιμάζεται να επιτεθεί

Ένα άτομο που ετοιμάζεται να μας επιτεθεί σωματικά, να περάσει δηλαδή από τη λεκτική στη φυσική βία, πολύ συχνά δείχνει χωρίς να το θέλει κάποια σημάδια της διαδικασίας που συμβαίνει μέσα του που, αν ξέρουμε να τα διαβάσουμε, προειδοποιούν για την πρόθεσή του.

Το κοκκίνισμα του προσώπου, η βαριά ανάσα, η δυσκολία στην ομιλία που περιορίζεται σε ελάχιστες λέξεις, το ανοιγοκλείσιμο του στόματος, το σφίξιμο των γροθιών του και το άσπρισμα των αρθρώσεων, όλα αυτά δείχνουν τη συγκέντρωση της αδρεναλίνης και την υποχώρηση της νοητικής λειτουργίας σε ένα «αυτόματο πιλότο» (περισσότερα για αυτό, πιο κάτω).

Ακόμα, πολλοί άνθρωποι ενστικτωδώς ξεκινούν την άσκηση σωματικής βίας σταδιακά, από ένα σπρώξιμο προς ένα χτύπημα. Ο άνθρωπος που θα σας σπρώξει κατά 99% μετά θα προσπαθήσει να σας χτυπήσει, γιατί έχει ήδη μπει στη διαδικασία της βίας και είναι σχεδόν αδύνατο (για λίγο) να την αναστρέψει.

Οι «επαγγελματίες» της βίας, άνθρωποι δηλαδή με πείρα στις μάχες του δρόμου ή εγκληματικά στοιχεία, κρύβουν καλύτερα την έκρηξη της αδρεναλίνης, ωστόσο και αυτοί προϊδεάζουν, εν αγνοία τους, για τον σκοπό τους. Έχει παρατηρηθεί ότι το πιο κοινό σημάδι συναγερμού είναι πως πριν χτυπήσουν, κάνουν δήθεν άσχετες, «αθώες» κινήσεις, π.χ. στρώνουν τα μαλλιά τους ή τρίβουν τη μύτη τους (grooming) και σχεδόν πάντα κοιτούν γύρω τους (για να δουν αν υπάρχουν μάρτυρες) αμέσως πριν δράσουν.

Όταν δεν υπάρχει διαφυγή

Όταν δεχόμαστε σοβαρή απειλή και δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διαφυγής ή όταν κριθεί πως η μάχη δικαιολογείται (ηθικά και/ή νομικά) γιατί επίκειται χωρίς αμφιβολία η επίθεση εναντίον μας, η βέλτιστη επιλογή είναι να χτυπήσουμε πρώτοι, εν ψυχρώ.

Σε συνθήκες αυτοάμυνας το να δοθεί η δυνατότητα σε αυτόν που μας απειλεί να ξεκινήσει την επίθεση πρώτος ισοδυναμεί με δυνητική αυτοχειρία, δεδομένου ότι η πλειονότητα των συγκρούσεων έχει αποδειχθεί στατιστικά ότι λήγει υπέρ εκείνου που έκανε την πρώτη κίνηση.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, η έκβαση της μάχης στην αυτοάμυνα πολύ συχνά κρίνεται από την πρωτοβουλία και το στοιχείο της έκπληξης. Ωστόσο, το «πρώτο χτύπημα», όσο κι αν κρίνεται απαραίτητο, είναι συχνά ένα τεράστιο ψυχολογικό εμπόδιο για τον μέσο άνθρωπο, καθώς αντίκειται στους νόμους της κοινωνίας που έχει αφομοιώσει. Πάντως, οι bullies και οι εγκληματίες αυτό το κώλυμα το έχουν ξεπεράσει προ πολλού

Όταν η μάχη ξεκινήσει, και πρόκειται για πραγματικό και υπαρκτό κίνδυνο για τη ζωή, δεν πρέπει να σταματήσουμε την επίθεση (ή αντεπίθεσή) μας παρά μόνο όταν η απειλή έχει εξουδετερωθεί πλήρως, δεν μπορεί δηλαδή να μας απειλήσει πια.

Το τι σημαίνει αυτό πρακτικά και τακτικά προκύπτει από την επιτόπια κατάσταση. Συνήθως όμως συνίσταται στην υποχώρηση/ φυγή του αντιπάλου ή στο να μείνει αναίσθητος ή ανίκανος να επιτεθεί επειδή έχει υποστεί κάποια δομική βλάβη. Δυστυχώς, δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Δεν υπάρχουν κανόνες στην αυτοάμυνα

Όσο πιο βρώμικα και βάρβαρα μάχεσαι, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες σου να βγεις ζωντανός. Κλωτσάς γεννητικά όργανα, ρίχνεις κεφαλιές, βάζεις δάχτυλα στα μάτια, δαγκώνεις αυτιά, κάνεις ό,τι χρειαστεί για να γυρίσεις το βράδυ σπίτι.

Το να κλωτσήσεις τον πεσμένο αντίπαλό σου, εφ’ όσον θεωρείς πως αν σηκωθεί οπωσδήποτε θα σε βλάψει, είναι απολύτως μέσα στο παιχνίδι.

Αν η μάχη πραγματοποιείται σε απομονωμένο χώρο (π.χ. σε ένα σκοτεινό στενό) να θυμάσαι πως αν πέσεις κάτω, δεν θα υπάρχει κανένας διαιτητής να σταματήσει τον αντίπαλό σου από το να χοροπηδήσει πάνω στο κεφάλι σου και να σε παρατήσει αναίσθητο ή νεκρό. Οπότε, better him than you.

Η ακινητοποίηση ενός ατόμου χρειάζεται ειδική εκπαίδευση και τεχνικές, τις οποίες γνωρίζουν μόνο οι αστυνομικοί, γίνεται πάντοτε από ομάδες που δρουν συντονισμένα και ο σκοπός της είναι να περαστούν χειροπέδες στον δράστη, δηλαδή να συλληφθεί.

Ένας άνθρωπος μόνος του, χωρίς εκπαίδευση και χωρίς χειροπέδες, είναι παντελώς αδύνατο να ακινητοποιήσει κάποιον, εκτός κι αν τον βγάλει αναίσθητο πρώτα.

Ακόμα και δύο ή τρεις άνθρωποι είναι πολύ δύσκολο να κρατήσουν υπό έλεγχο ένα δυνατό άνθρωπο που βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών. Οπότε, μη διανοηθείτε να αποπειραθείτε να ακινητοποιήσετε κάποιον που έχει τις αισθήσεις του χωρίς σημαντική βοήθεια.

Μεθυσμένοι & ναρκομανείς

Οι μεθυσμένοι είναι παράτολμοι και επιθετικοί, αλλά συνήθως πιο εύκολοι αντίπαλοι από τους νηφάλιους στην άοπλη σύγκρουση.

Το κακό είναι ότι το αλκοόλ αίρει τις αναστολές των ανθρώπων και κάνει πολύ πιο εύκολη την επιλογή της χρήσης κάποιου όπλου, δηλαδή φονικής βίας.

Στο άλλο άκρο, ορισμένα ναρκωτικά έχουν την ιδιότητα να κάνουν τους ανθρώπους πρακτικά απρόσβλητους στον πόνο, παράλογους στις πράξεις και υπερβολικά δυνατούς (τους κάνουν να λειτουργούν για ένα διάστημα στο 110%). Αυτοί είναι οι πιο δύσκολοι αντίπαλοι, και πρέπει να τους χειρίζεται μόνο ειδικευμένο προσωπικό.

Οι συνηθισμένοι τοξικομανείς (ηρωινομανείς) είναι σχεδόν πάντα σε πολύ κακή φυσική κατάσταση και δεν μπορούν να αντέξουν σε συνθήκες σωματικής εμπλοκής, αλλά αν αποφασίσουν να επιτεθούν έχουν συνήθως όπλο, και πολύ ισχυρό κίνητρο.

Είναι δυνητικά πολύ επικίνδυνοι και από την άποψη της αυτοάμυνας πρέπει να αντιμετωπίζονται ως σημαντική απειλή και με πρώτο γνώμονα την προσωπική μας ασφάλεια και όχι το συναίσθημα.

Τα όπλα

Τα όπλα είναι τεράστιοι πολλαπλασιαστές ισχύος. Ένα δωδεκάχρονο παιδί με ένα πιστόλι ή ένα μαχαίρι μπορεί να σκοτώσει δυο-τρεις ενήλικους πριν προλάβει κανείς να κάνει το παραμικρό.

Ειδικά το μαχαίρι είναι μακράν το πιο φονικό όπλο στην Ευρώπη, και στην Αμερική το ποσοστό επιβίωσης από επίθεση με μαχαίρι είναι πιο χαμηλό σε σχέση με το ποσοστό επιβίωσης από πυροβόλο όπλο, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν να πυροβολούν σωστά, ενώ ο οποιοσδήποτε μπορεί να πάρει ένα μαχαίρι και να το καρφώσει κάπου.

Επίσης το μαχαίρι είναι προσβάσιμο στους πάντες και ακόμα και οι οικιακές εκδοχές του είναι ικανότατα φονικά όπλα, με τα οποία έχουν γίνει χιλιάδες εγκλήματα.

Το μαχαίρι είναι ο εφιάλτης όλων των συγκρούσεων στον δρόμο, αφοπλίζεται πολύ δύσκολα και μόνο με συντονισμένες ενέργειες και μακρά εκπαίδευση, και συχνά οι προσπάθειες ερασιτεχνών να αφοπλίσουν ανθρώπους με μαχαίρι καταλήγουν στον σοβαρό τραυματισμό ή τον θάνατό τους.

Κανείς σώφρων άνθρωπος που θα δει κάποιον που κραδαίνει ένα μαχαίρι (πόσο μάλλον αν είναι σε κατάσταση παράνοιας) δεν πρέπει να πάει πάνω του προσπαθώντας να του το πάρει – στην αυτοάμυνα θεωρείται καθαρή αυτοκτονία.

Το τρέξιμο χωρίς κανένα δισταγμό είναι η καλύτερη λύση. Αν δεν υπάρχει ως επιλογή, τότε πρέπει οπωσδήποτε να βρεθεί ένα αντικείμενο που θα κρατήσει την απόσταση ανάμεσα σε εμάς και το μαχαίρι (π.χ. μία καρέκλα, ένα μακρύ ξύλο ή κάτι άλλο).

Αν δεν υπάρχει τίποτα από αυτά τριγύρω, τότε το εφιαλτικό σενάριο προβλέπει το να κλείσουμε εντελώς την απόσταση, να πέσουμε δηλαδή πάνω στον άλλο, και να του στερήσουμε τον χώρο για να κινήσει το μαχαίρι εναντίον μας.

Ένα άτομο που κατευθύνεται πάνω μας με ένα όπλο (από πιστόλι μέχρι κατσαβίδι) είναι η μέγιστη δυνατή απειλή, και εφ’ όσον δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής, πρέπει να αντιμετωπιστεί ριζικά με κάθε διαθέσιμο μέσο ώσπου να εξουδετερωθεί πλήρως. It’s better to be judged by 12 than carried by 6 (καλύτερα να σε κρίνουν 12 στο δικαστήριο παρά να σε κουβαλήσουν 6 στο νεκροταφείο) λένε οι Αμερικάνοι και έχουν απόλυτο δίκιο.

Μπροστά στην άμεση απειλή για τη ζωή, πρώτα εξουδετερώνεις την απειλή με οτιδήποτε βρεις (χέρια, πόδια, καρέκλες, τούβλα, ρόπαλα, κουζινομάχαιρα, το αυτοκίνητό σου, ό,τι να ’ναι) και μετά σκέφτεσαι όλα τα υπόλοιπα.

Δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή, και ο νόμος σε αυτού του τύπου την κατάσταση δεν αναγνωρίζει αδίκημα, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος. If he dies, he dies, που έλεγε και ο Ivan Drago στο «Ρόκι 4».

Η ιδέα να κουβαλάμε μαζί μας ένα δυνητικά θανάσιμο όπλο (π.χ. μαχαίρι) για την περίπτωση που το χρειαστούμε για να προστατέψουμε τον εαυτό μας είναι εντελώς λανθασμένη και καταστροφική.

Ένα και μοναδικό χτύπημα με μαχαίρι είναι αρκετό για να σκοτώσει κάποιον επιτόπου και η ύπαρξη του μαχαιριού στην τσέπη ή στην τσάντα «υποβάλλει» την ιδέα της χρήσης του ενάντια σε ανθρώπους με τους οποίους μπορεί απλώς να καβγαδίσουμε ή να μας κάνουν (φωνάζοντας ή χειρονομώντας, ακόμα και απλώς αγγίζοντάς μας) να φοβηθούμε.

Σε αυτή την περίπτωση θα έχουμε διαπράξει φόνο και η φυλακή θα είναι το επόμενο σπίτι μας για αρκετά χρόνια. Τα μη θανατηφόρα αμυντικά όπλα (κυρίως τα σπρέι πιπεριού) είναι σαφώς προτιμότερα, αν και όχι απολύτως νόμιμα στην Ελλάδα.

Αν ένας οπλισμένος άνθρωπος μας ζητάει το πορτοφόλι ή το κινητό, τα δίνουμε αμέσως. Η επιλογή της σύγκρουσης με υψηλό ποσοστό τραυματισμού ή θανάτου για λίγα ευρώ είναι εντελώς ανόητη και αδικαιολόγητη.

Απλώς δεν αξίζει το ρίσκο. Το παρόν άρθρο αφορά τις περιπτώσεις που δεχόμαστε επίθεση χωρίς να έχουμε τη δυνατότητα να διαπραγματευθούμε, όχι εκείνες που δεχόμαστε απειλή προκειμένου να παραχωρήσουμε χρήματα ή ένα αντικείμενο.

Η αυτοάμυνα για τις γυναίκες

Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερες και περίπλοκες απειλές ως προς την αυτοάμυνα, με πολύ λιγότερα φυσικά μέσα στη διάθεσή τους για να αντεπεξέλθουν.

Το θέμα της αυτοάμυνας των γυναικών είναι τεράστιο και δεν μπορεί να αναλυθεί σε αυτό το σημείωμα, όμως μπορούμε να πούμε πως η πρόληψη και η εγρήγορση είναι πολύ πιο σημαντικές για εκείνες απ’ ό,τι για τους άνδρες.

Από εκεί και πέρα, στην περίπτωση της απόπειρας βιασμού, που αποτελεί το βασικό έγκλημα βίας κατά των γυναικών, η γενική οδηγία είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη φασαρία (φωνές, ουρλιαχτά, «αστυνομία!», «βοήθεια!») και η αντίσταση, που τις περισσότερες φορές αποθαρρύνει τον υποψήφιο βιαστή.

Η παθητική στάση (που συχνά οφείλεται στο σοκ) λειτουργεί ΠΑΝΤΑ υπέρ του δράστη και καταλήγει στην εκπλήρωση του σκοπού του. Η αντίσταση βέβαια ενίοτε προκαλεί μεγαλύτερη χρήση βίας από τον δράστη, αλλά αυτό είναι ένα ρίσκο που δεν είναι δυνατό να αποφευχθεί.

Το χειρότερο δυνατό σενάριο δεν είναι, ωστόσο, το ξύλο αλλά η μεταφορά του θύματος σε άλλο σημείο που έχει διαλέξει ο δράστης, το λεγόμενο secondary crime scene (δευτερεύουσα σκηνή του εγκλήματος), π.χ. ένα βουνό, μία αποθήκη κ.λπ., μακριά από τα μάτια και τα αυτιά του κόσμου.

Αυτή η μεταφορά, που όχι σπάνια καταλήγει σε φόνο, πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία και με κάθε μέσο.

Η εκπαίδευση στις πολεμικές τέχνες μπορεί ασφαλώς να βοηθήσει σημαντικά στην αυτοάμυνα, αλλά πιο κομβικός παράγοντας αναδεικνύεται συχνά η ψυχική ετοιμότητα του ατόμου να ασκήσει βία, το μαχητικό του πνεύμα και το ένστικτο επιβίωσης που διαθέτει. Αυτά μπορούν να διδαχθούν μόνο εν μέρει.

Ό,τι κι αν σας έχουν πει ή έχετε δει στο σινεμά, το μέγεθος και η δύναμη είναι καθοριστικοί παράγοντες στη μάχη. Δυστυχώς, ο πιο μεγαλόσωμος και δυνατός συνήθως κερδίζει (και συχνά είναι αυτός που εκβιάζει τη σύγκρουση). Απέναντι σε ένα θηριώδη άνδρα 120 κιλών που έρχεται να σε συντρίψει, είτε φεύγεις τρέχοντας είτε ψάχνεις για κάποιου είδους όπλο, αυτοσχέδιο ή μη.

Fight or flight

Ο μεγαλύτερος εχθρός πολλών ανθρώπων την κρίσιμη ώρα είναι το freezing, το «πάγωμα» δηλαδή που τους καθιστά ανίκανους να αντιδράσουν ή να κάνουν το παραμικρό ενώ δέχονται επίθεση.

Ο λόγος δεν είναι (απλώς) ο φόβος αλλά η έκρηξη της αδρεναλίνης μέσα τους, που μοιάζει αρχικά με απόλυτο πανικό και στη συνέχεια γίνεται ένα είδος trance που προετοιμάζει για μάχη μέχρι εσχάτων και αναστέλλει την αίσθηση του πόνου, όμως οι περισσότεροι άνθρωποι μένουν στο στάδιο του πανικού γιατί αυτή η έκρηξη είναι πρωτόγνωρη (και πολύ έντονη) εμπειρία και δεν ξέρουν πώς να τη διαχειριστούν.

Ως προς αυτό, οι αθλητές των μαχητικών σπορ (πυγμαχία, kick boxing, MMA κ.λπ.) έχουν μεγάλο πλεονέκτημα, γιατί μέρος της δικής τους εμπειρίας είναι η εξοικείωση με την αδρεναλίνη.

Οι συγκρούσεις σε συνθήκες αυτοάμυνας τις περισσότερες φορές διαρκούν από 3 ως 10 δευτερόλεπτα. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα μεγάλο μέρος των τεχνικών των μαχητικών σπορ, που βασίζονται στις τακτικές ανάγκες του ρινγκ και στον «πόλεμο φθοράς» του αντιπάλου, είναι άχρηστες.

Η ζωώδης επιθετικότητα και η ψυχική κυριαρχία επί του αντιπάλου (προς ποια μεριά θα γείρει η πλάστιγγα του φόβου) είναι συνήθως πιο σημαντικά στοιχεία από τις τεχνικές καθαυτές.

Σε όλα τα έμβια όντα υπάρχει αποτυπωμένο το μέγα δίλημμα της επιβίωσης «fight or flight» (μάχομαι ή το σκάω). Ακόμα και παντοδύναμα ζώα όπως τα λιοντάρια τρέπονται καμιά φορά σε φυγή από επιθετικά μικρά ζώα, όχι γιατί τα φοβούνται, αλλά γιατί το ένστικτό τους τούς λέει ότι από τη συγκεκριμένη μάχη δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα εκτός από κανένα μικροτραυματισμό, άρα δεν αξίζει τον κόπο.

Όταν όμως το ζητούμενο είναι σημαντικό για την επιβίωση (τροφή, κυριαρχία στην αγέλη, έλεγχος περιοχής) τα ίδια ζώα επιλέγουν το fight και δεν διστάζουν να συγκρουστούν με άλλα πανίσχυρα ζώα ή λιοντάρια το ίδιο ή πιο δυνατά.

Την απόφαση αυτή δεν παίρνει ακριβώς ο εγκέφαλος αλλά το πιο αρχέγονο μέρος του εγκεφάλου, η αμυγδαλή, η οποία αναλαμβάνει το τιμόνι ιδίως στην περίπτωση που επιλεχθεί η μάχη.

Αυτό το reset, που γίνεται αυτόματα από τον προγραμματισμό εκατομμυρίων ετών, υποβιβάζει το νου από το θηλαστικό στάδιο στο λεγόμενο «ερπετικό» στάδιο, όπου καμία άλλη παράμετρος δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν εκτός από την επιβίωση.

Στο διάστημα που ο άνθρωπος βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ερπετικού νου, μπορεί να κάνει πράγματα απίστευτα σκληρά και ζωώδη, τα οποία δεν τα σκέφτεται αλλά ουσιαστικά του υπαγορεύονται από το απώτατο παρελθόν του.

Σε αυτή την κατάσταση, ο πιο λογικός και καλότροπος άνθρωπος μπορεί κάλλιστα να σκοτώσει, και σχεδόν να μη θυμάται μετά τι έκανε. Οποιαδήποτε εκλογίκευση αυτής της διαδικασίας είναι τελείως άσκοπη.

Βασίλης Σταματίου
Εκπαιδευτής του Ρωσικού Μαχητικού Συστήματος STORM

Pin It on Pinterest